- καβαλάω
- [кавалао] р. ездить на лошади.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
καβαλάω — (δε συνηθίζεται η κλίση σε ώ), καβάλησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βατεύω — (Α βατεύω) νεοελλ. (για ζώα ή και ανθρώπους με αντικ. θηλ. προσ.) έρχομαι σε σαρκική μίξη, καβαλάω αρχ. προξενώ βλάβη, καταπατώ, ποδοπατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < βατώ ( έω) (κατά το οχεύω) < βατος, βάτης < βαίνω] … Dictionary of Greek
καβαλώ — και καβαλάω (Μ καβαλῶ, άω) [καβάλα] καβαλικεύω* νεοελλ. φρ. «καβαλώ το καλάμι» γίνομαι υπερόπτης, παίρνουν τα μυαλά μου αέρα … Dictionary of Greek
καλάμι — Κοινή ονομασία του βοτανικού είδους αρούνδος ο δόναξ, της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα). Είναι φυτό πολυετές, με ρίζωμα που σύρεται και βλαστό (καλάμι) κοίλο, διαμέτρου 3 6 εκ. και ύψους 3 7 μ., στην κορυφή του οποίου εμφανίζεται… … Dictionary of Greek